- Ἀνδρέα
- Ἀνδρέᾱ , Ἀνδρέηςmasc nom/voc/acc dualἈνδρέᾱ , Ἀνδρέηςmasc voc sg (attic)Ἀνδρέᾱ , Ἀνδρέηςmasc gen sg (doric aeolic)Ἀνδρέᾱ , Ἀνδρεύςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀνδρέᾳ — Ἀνδρέᾱͅ , Ἀνδρέης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Εκκλησιαστικό-Βυζαντινό Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς — Το μουσείο λειτουργεί από το 1988 στον παλαιό ναό της μονής, που αναστηλώθηκε από τον ελληνικό στρατό μετά τον καταστροφικό για την Κεφαλλονιά σεισμό του 1953. Στην είσοδο του ναού εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη και αποτοιχισμένες αγιογραφίες των… … Dictionary of Greek
Αγίου Ανδρέα, σπήλαιο — Σπήλαιο στο βουνό Κανάλα Χαλκιοπούλων Αιτωλοακαρνανίας, σε υψόμετρο πάνω από 1.000 μ. Έχει μήκος διαδρόμων 190 μ., οροφή ύψους έως 50 μ. και επίπεδο δάπεδο. Το σπήλαιο είναι κατηφορικό και καταλήγει σε στενά περάσματα. Υπάρχει εκεί εκκλησάκι του… … Dictionary of Greek
Παραλία Αγίου Ανδρέα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Ανδρέα … Dictionary of Greek
Ἀνδρέας — Ἀνδρέᾱς , Ἀνδρέης masc acc pl Ἀνδρέᾱς , Ἀνδρέης masc nom sg (attic epic doric aeolic) Ἀνδρέᾱς , Ἀνδρεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνδρέαι — Ἀνδρέᾱͅ , Ἀνδρέης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνδρέαν — Ἀνδρέᾱν , Ἀνδρέης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek